- αξήγητος
- -η, -οανεξήγητος*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αξήγητος — η, ο επίρρ. α 1. ανεξήγητος, σκοτεινός: Το μέρος αυτό του κειμένου είναι αξήγητο. 2. αυτός που δεν έδωσε εξηγήσεις: Τελικά χωριστήκαμε αξήγητοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανεξήγητος — η, ο (κ. αξήγητος) (AM ἀνεξήγητος, ον) 1. αυτός που δεν μπορεί να εξηγηθεί, να ερμηνευθεί 2. όποιος δεν έχει ακόμη εξηγηθεί νεοελλ. 1. ο αδικαιολόγητος, ο ακατανόητος («ανεξήγητη συμπεριφορά») 2. εκείνος που δεν έχει δώσει εξηγήσεις για κάποιο… … Dictionary of Greek